- πτυαλώδης
- πτῠᾰλ-ώδης, ες,A secreting saliva freely, Diogenian.8.71.2 like spittle, Hp.Coac.571 ([etym.] -αλ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτυαλώδης — και πτυελώδης, ῶδες, Α [πτύαλον] 1. αυτός που μοιάζει στη σύσταση με το πτύελο 2. αυτός που έχει άφθονα εκκρίμματα και πτύελα, σαλιάρης … Dictionary of Greek
πτυαλώδεας — πτυαλώδης secreting saliva freely masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)